Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πυρογράφος — ο, Ν ειδικό εργαλείο με πυρακτωμένη ακίδα που χρησιμοποιείται στην πυρογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + γράφος*] … Dictionary of Greek